- εντυπωσιάζω
- εντυπωσιάζω, εντυπωσίασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εντυπωσιάζω — εντυπωσίασα, εντυπωσιάστηκα, εντυπωσιασμένος, μτβ., προκαλώ ζωηρή αίσθηση, προξενώ εντύπωση (βλ. λ., 2) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθαμπώνω — (Μ καταθαμπώνω) εντυπωσιάζω, καταπλήσσω … Dictionary of Greek
καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… … Dictionary of Greek
τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… … Dictionary of Greek
θραύση — η 1. σπάσιμο: Θραύση των καρυδιών. 2. μεγάλη καταστροφή: Μπήκε ο λύκος στο μαντρί και έκανε θραύση. 3. φρ., «Kάνω θραύση», εντυπωσιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)